- αξιωσύνη
- η способность, умение, искусность, ловкость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
επάρκεια — η (Α ἐπάρκεια) [επαρκής] νεοελλ. 1. η ύπαρξη τής αναγκαίας ποσότητας ή ενός πράγματος («επάρκεια τροφίμων») 2. ικανότητα, αξιωσύνη αρχ. 1. βοήθεια, επικουρία, ενίσχυση 2. στον πληθ. αἱ ἐπάρκειαι τα εφόδια, οι ζωοτροφές … Dictionary of Greek